- ευαυγής
- εὐαυγής, -ές (Α)ευαγής, λαμπρός, φωτεινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αυγής (< *αύγος), πρβλ. αντ-αυγής, δι-αυγής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐαυγέστατος — εὐαυγής bright masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… … Dictionary of Greek
ευαγής — (I) ές (Α εὐαγής, ές) 1. αυτός που είναι απαλλαγμένος από το άγος 2. (για πρόσωπα) αγνός, καθαρός, άψογος, ανεπίληπτος, ευσεβής νεοελλ. φρ. «ευαγή ιδρύματα» τα φιλανθρωπικά ιδρύματα, αυτά που έχουν ιδρυθεί για ευσεβείς και φιλανθρωπικούς σκοπούς… … Dictionary of Greek
ευαυγία — εὐαυγία, ἡ (Α) [ευαυγής] η φωταγώγηση … Dictionary of Greek
ευαύγεια — εὐαύγεια, ἡ (Α) [ευαυγής] βλ. ευάγεια και ευαγία … Dictionary of Greek